Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Full diacritics: μελίρροος | Medium diacritics: μελίρροος | Low diacritics: μελίρροος | Capitals: ΜΕΛΙΡΡΟΟΣ |
Transliteration A: melírroos | Transliteration B: melirroos | Transliteration C: melirroos | Beta Code: meli/rroos |
ον, contr. μελίρρους, ουν,
A flowing with honey, Gloss.
μελίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων μέλι, Γλωσ.
μελίρροος, -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό-ρροος, βαθύ-ρροος].