μελίρροος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρροος Medium diacritics: μελίρροος Low diacritics: μελίρροος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: melírroos Transliteration B: melirroos Transliteration C: melirroos Beta Code: meli/rroos

English (LSJ)

ον, contr. μελίρρους, ουν,

   A flowing with honey, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων μέλι, Γλωσ.

Greek Monolingual

μελίρροος, -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό-ρροος, βαθύ-ρροος].