μελλογραμματεύς
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
μελλογραμματεύς, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει γραμματέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γραμματεύς.