μεσομέρεια

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source

Greek Monolingual

η
χημ. ουσιώδες χαρακτηριστικό ορισμένων χημικών ενώσεων που είναι γνωστό και ως συντονισμός και σύμφωνα με το οποίο η ακριβής δομή τών ενώσεων αυτών δεν είναι δυνατό να περιγραφεί από έναν απλό συντακτικό τύπο αλλά μόνον από συνδυασμό περισσότερων διακεκριμένων εναλλακτικών τύπων.