μετασπώ

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

μετασπῶ, -άω (Α)
σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾱν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σπῶ «τραβώ, σύρω»].