μετεκπαιδεύω
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Greek Monolingual
παρέχω σε κάποιον συμπληρωματική εκπαίδευση μετά το πέρας τών σπουδών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εκ-παιδεύω.
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
παρέχω σε κάποιον συμπληρωματική εκπαίδευση μετά το πέρας τών σπουδών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εκ-παιδεύω.