μετεκπαιδεύω

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

παρέχω σε κάποιον συμπληρωματική εκπαίδευση μετά το πέρας τών σπουδών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εκ-παιδεύω.