μεταξοβάμβακας
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
ο
ίνες βαμβακιού και φυσικού ή τεχνητού μεταξιού, αναμεμιγμένες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως παραγέμισμα μαξιλαριών ή στρωμάτων, αλλ. καπόκ.