μετεπιβίβαση

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η
επιβίβαση από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + επιβίβαση].