μετροσύνη
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
μετροσύνη, ἡ (Μ)
1. μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη
2. σύνεση, σωφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον με επίδραση τών ουσ. σε -οσύνη].