ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
μετροσύνη, ἡ (Μ)1. μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη2. σύνεση, σωφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον με επίδραση τών ουσ. σε -οσύνη].