μετωποπαγής

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέρας που δημιουργήθηκε από δύο άτομα ενωμένα στο μέτωπο
2. το αρσ. ως ουσ. ο μετωποπαγής
τέρας που δημιουργήθηκε από ένωση δύο ατόμων κατά το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. προσωπο-παγής].