μετωποπαγής
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέρας που δημιουργήθηκε από δύο άτομα ενωμένα στο μέτωπο
2. το αρσ. ως ουσ. ο μετωποπαγής
τέρας που δημιουργήθηκε από ένωση δύο ατόμων κατά το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής].