μετωποπαγής
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέρας που δημιουργήθηκε από δύο άτομα ενωμένα στο μέτωπο
2. το αρσ. ως ουσ. ο μετωποπαγής
τέρας που δημιουργήθηκε από ένωση δύο ατόμων κατά το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής].