διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
μηδαμεῑ (Α)(δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. παραυτ-εί, τουτ-εί)].