μετροφυλλώ
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
-άω
φυλλομετρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ' αντιστροφήν του φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές του Αδ. Κοραή].