φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
Η (Α μιαρότης) μιαρόςτο να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητανεοελλ.1. βεβήλωση2. μτφ. μόλυνση.