μίσσα

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

και μίσα, η (Μ μίσσα
νεοελλ.
μουσ. λειτουργία, είδος συμφωνικής θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης
μσν.
1. απόλυση
2. η λειτουργία τών καθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missa (< mitto «αφήνω, απολύω»)].