μισοίκειος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισοίκειος Medium diacritics: μισοίκειος Low diacritics: μισοίκειος Capitals: ΜΙΣΟΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: misoíkeios Transliteration B: misoikeios Transliteration C: misoikeios Beta Code: misoi/keios

English (LSJ)

ον, = foreg., Ptol.Tetr.164, Cat.Cod.Astr.2.173.

Greek (Liddell-Scott)

μισοίκειος: -ον, = τῷ προηγ., Πτολεμ. Τετράβ. 164.

Greek Monolingual

μισοίκειος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ-οίκειος)].