θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
μοναχῶς (ΑΜ)
1. κατά έναν μόνο τρόπο
2. με ομοιόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. μοναχῇ, μοναχοῦ)].