τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger
μοναχῶς (ΑΜ)1. κατά έναν μόνο τρόπο2. με ομοιόμορφο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. μοναχῇ, μοναχοῦ)].