μοναχοῦ
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
Adv. in one place only, μ. ἐνταῦθα Pl.Smp. 184e, cf. 212a: c. gen., μ. τῆς Οἴτης Thphr. HP 9.10.2; ὁ μὲν αἰσθητὸς κόσμος μ., ὁ δὲ νοητὸς πανταχοῦ Plot.5.9.13.
French (Bailly abrégé)
adv.
seulement.
Étymologie: μοναχός.
German (Pape)
(korrel. zu ποῦ), allein, nur Plat. Symp. 184e, 212a und Sp.
Russian (Dvoretsky)
μονᾰχοῦ: adv. только, лишь (μ. ἐνταῦθα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μονᾰχοῦ: Ἐπίρρ., μόνον, «μονάχα», μ. ἐνταῦθα, Πλάτ. Συμπ. 184Ε, πρβλ. 212Α, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2.
Greek Monolingual
μοναχοῦ (Α)
επίρρ. σε έναν μόνον τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. αλλαχού)].
Greek Monotonic
μονᾰχοῦ: επίρρ., μόνο, αποκλειστικά, μοναχοῦ ἐνταῦθα, σε Πλάτ.