μοναχοῦ

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονᾰχοῦ Medium diacritics: μοναχοῦ Low diacritics: μοναχού Capitals: ΜΟΝΑΧΟΥ
Transliteration A: monachoû Transliteration B: monachou Transliteration C: monachoy Beta Code: monaxou=

English (LSJ)

Adv. in one place only, μ. ἐνταῦθα Pl.Smp. 184e, cf. 212a: c. gen., μ. τῆς Οἴτης Thphr. HP 9.10.2; ὁ μὲν αἰσθητὸς κόσμος μ., ὁ δὲ νοητὸς πανταχοῦ Plot.5.9.13.

French (Bailly abrégé)

adv.
seulement.
Étymologie: μοναχός.

German (Pape)

(korrel. zu ποῦ), allein, nur Plat. Symp. 184e, 212a und Sp.

Russian (Dvoretsky)

μονᾰχοῦ: adv. только, лишь (μ. ἐνταῦθα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μονᾰχοῦ: Ἐπίρρ., μόνον, «μονάχα», μ. ἐνταῦθα, Πλάτ. Συμπ. 184Ε, πρβλ. 212Α, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2.

Greek Monolingual

μοναχοῦ (Α)
επίρρ. σε έναν μόνον τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. αλλαχού)].

Greek Monotonic

μονᾰχοῦ: επίρρ., μόνο, αποκλειστικά, μοναχοῦ ἐνταῦθα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from μονᾰχός]
alone, only, μ. ἐνταῦθα Plat.