μητρώνυμο

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

το
το όνομα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ώνυμο (< ὄνυμα αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμο].