μητρώνυμο

From LSJ

κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

το
το όνομα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ώνυμο (< ὄνυμα αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. πατρώνυμο].