μετρό
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
το
ο (υπόγειος) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος μιας πόλης, αλλ. μητροπολιτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. metro, συντετμημένος τ. του metro-politain «μητροπολιτικός» (< μητρόπολη)].