μετρό
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Greek Monolingual
το
ο (υπόγειος) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος μιας πόλης, αλλ. μητροπολιτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. metro, συντετμημένος τ. του metro-politain «μητροπολιτικός» (< μητρόπολη)].