μοιρογράφος
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
μοιρογράφος, -ον (Μ)
(για την Τύχη) αυτός που γράφει, που καθορίζει τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γράφος].
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
μοιρογράφος, -ον (Μ)
(για την Τύχη) αυτός που γράφει, που καθορίζει τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γράφος].