μολυβδοκόπος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοκόπος Medium diacritics: μολυβδοκόπος Low diacritics: μολυβδοκόπος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: molybdokópos Transliteration B: molybdokopos Transliteration C: molyvdokopos Beta Code: molubdoko/pos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A one who inscribes curses on leaden plates, Tab.Defix.100A13.

German (Pape)

[Seite 200] ὁ, Bleischläger, Inscr. 539.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοκόπος: ὁ, ὁ σφυρηλατῶν πλάκας ἐκ μολύβδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - περὶ τῆς χρήσεως τοιούτων πλακῶν εἰς ἀναθηματικὰς ἐπιγραφὰς καὶ ἀρὰς ἴδε Newton Ἁλικ. σ. 720 κἑξ.

Greek Monolingual

μολυβδοκόπος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -κόπος].