μοναστής
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
[Seite 201] ὁ, der einsam Lebende, Mönch, K. S.
μοναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μονάζων, μοναχός, καλόγηρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 9544. 11· ― θηλ. μονάστρια, μοναχή, καλογραῖα, Ἐκκλ.
ο θηλ. μονάστρια (ΑΜ μοναστής) μονάζω
μοναχός, καλόγερος, ερημίτης.