μονομαχεῖον

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

   A v. μονομάχιον.

German (Pape)

[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v. l. bei Ath. V, 191 a.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.

Greek Monolingual

μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχίαἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).