Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
μολιβίσκος, ὁ (Α) μόλιβοςμολύβδινο βάρος χρησιμοποιούμενο σε τροχαλία.