μοναθλία

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, = μονομαχία, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

μοναθλία: ἡ, = μονομαχία, Νικήτ. Χρον. 16Α.

Greek Monolingual

μοναθλία, ἡ (Μ)
μονομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αθλία (< -αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ-αθλία].