μοναθλία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
[Seite 201] ἡ, = μονομαχία, Nicet.
μοναθλία: ἡ, = μονομαχία, Νικήτ. Χρον. 16Α.
μοναθλία, ἡ (Μ)
μονομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αθλία (< -αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ-αθλία].