μόρτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ισσα, ουδ. -ικο και -άκι
1. παιδί του δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι
2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος
3. βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»].
ο, θηλ. -ισσα, ουδ. -ικο και -άκι
1. παιδί του δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι
2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος
3. βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»].