μόρτης

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα, ουδ. -ικο και -άκι
1. παιδί του δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι
2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος
3. βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»].