μολίβδινος

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

German (Pape)

[Seite 199] n. ä., s. μολυβδικός, μολύβδινος u. ä.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλιβδος.

Greek Monolingual

μολίβδινος, -ίνη, -ον (Α)
βλ. μολύβδινος.