μολίβδινος
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
German (Pape)
[Seite 199] n. ä., s. μολυβδικός, μολύβδινος u. ä.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλιβδος.
Greek Monolingual
μολίβδινος, -ίνη, -ον (Α)
βλ. μολύβδινος.