μολίβδινος

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλιβδος.

German (Pape)

[Seite 199] n. ä., s. μολυβδικός, μολύβδινος u. ä.