χλιδή
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ἡ,
A delicacy, luxury, effeminacy, ἐπὶ πλεῖστον χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127; ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χ. A.Pr.466; εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χ. Id.Ag.1447; οἶκος ὀγκωθεὶς χλιδῇ S.Fr.942; τρυφή, ἁβρότης, χ. Pl.Smp.197d; ἐν χλιδῇ τεθράμμεθα X.Cyr.4.5.54. 2 wantonness, insolence, μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.Pr.436; δυσπότμου χάριν χ. S.OT888 (lyr.). 3 concrete, of luxuries, fine raiment, costly ornaments, etc., E.Ion 26; μυρίων πέπλων χλιδή Id.Rh.960: pl., χλιδὰς πόντος ἥρπασε Id.Hel. 424; of personal charms, παρθένων χλιδαῖσιν εὐμόρφοις A.Supp. 1003; καράτομοι χλιδαί luxuriant hair cut from the head, S.El.52; ζῶμα . . οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον luxuriously, richly, ib.452; κόμας ἐμᾶς . . παρθένιον χλιδάν a maiden's pride, E.Ph.224 (lyr.):—Mostly poet. [ῑ only late, Ps.-Phoc.212 (sed leg. χλιδαναῖς).] (Cf. χλοιδᾶν, ONorse glita, glitra, 'glitter', Goth. glitmunjan 'shine bright' (of clothes).)