Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
ο
(ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία της βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω της παρουσίας καισίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. του J. P. Μorgan, Αμερικανού δημοσιονόμου].