μοργανίτης

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία της βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω της παρουσίας καισίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. του J. P. Μorgan, Αμερικανού δημοσιονόμου].