ναύποδες

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

German (Pape)

[Seite 232] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ναύποδες: «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ναυσίποδες.

Greek Monolingual

ναύποδες (Μ)
(κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση της λ. σε ναυσίποδες.