νεκρολογία
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
η
1. αποχαιρετισμός και βραχεία εξιστόρηση της ζωής, της δράσης και τών αρετών ατόμου που πέθανε, κατά την κηδεία του
2. έγγραφη και έντυπη πραγματεία αφιερωμένη στη μνήμη ατόμου που πέθανε, δημοσίευμα για τη ζωή, τη δράση και τις αρετές του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Σ. Π. Λάμπρο].