η, -οεύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιό-πιστος, καλό-πιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].