μωρόπιστος

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, -ο
εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιό-πιστος, καλό-πιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].