μπαλέτο

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το
1. είδος σκηνικής παράστασης με χορό, ως κύριο στοιχείο της, μουσική και παντομίμα
2. είδος καλλιτεχνικού χορού με διάφορες «φιγούρες»
3. μουσική σύνθεση για παρόμοια παράσταση
4. καλλιτεχνικό συγκρότημα, θίασος εκτελεστών παρόμοιας παράστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balletto, υποκορ. του ballo «χορός» (πρβλ. και λ. μπάλος) λατ. ballo, -āre «χορεύω»].