νημάτιο

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

το
1. λεπτό νήμα, λεπτή κλωστή
2. ανατ. νηματοειδής απόληξη μερικών οργάνων ή κυτταρωδών στοιχείων του σώματος («οσφρητικά νημάτια»)
3. φρ. «τελικό νημάτιο»
ανατ. νηματοειδής απόληξη του τελικού κώνου του νωτιαίου μυελού η οποία έχει μήκος 20 περίπου εκατοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περ. Παρνασσός].