νυκτέριος
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Luc.Peregr.28 :— = foreg., Orph.H.49.3 ;
A γλαῦξ Arat. 999 ; ἔργον AP9.403 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
c. νυκτερινός.
Greek Monolingual
νυκτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύκτερος
νυχτερινός.