ξαναζώ

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

(Μ ξαναζῶ)
1. ζω πάλι
2. ξανάρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω
νεοελλ.
αναζωογονούμαι
2. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω («και νεκρή τήν ήθελε γυρίσει οπίσω από τον θάνατον και να τήν ξαναζήσει», Σουμμ.).