ξαναζώ

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

(Μ ξαναζῶ)
1. ζω πάλι
2. ξανάρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω
νεοελλ.
αναζωογονούμαι
2. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω («και νεκρή τήν ήθελε γυρίσει οπίσω από τον θάνατον και να τήν ξαναζήσει», Σουμμ.).