νυκτίμορφος

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίμορφος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὴν νύκτα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

νυκτίμορφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει τη μορφή της νύχτας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μορφος (< μορφή)].