νυκτίμορφος

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίμορφος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὴν νύκτα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

νυκτίμορφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει τη μορφή της νύχτας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μορφος (< μορφή)].

German (Pape)

wie die Nacht gestaltet, Eust. 622.35.