νυφίτσα

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ νυφίτσα και νυμφίτσα) νύφη
κοινή ονομασία ικτίδας, της Μustela nivalis, του μικρότερου αλλά και αιμοχαρούς σαρκοφάγου θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη κατ' ευφημισμό (πρβλ. γαλλ. belette < belle «όμορφη, καλή»)].