ξετρελαίνω
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τελείως τα λογικά του
2. ενθουσιάζω, καταγοητεύω
3. εμπνέω παράφορο έρωτα, ξεμυαλίζω («τον ξετρέλανε η ομορφιά της»).