ξετρελαίνω
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τελείως τα λογικά του
2. ενθουσιάζω, καταγοητεύω
3. εμπνέω παράφορο έρωτα, ξεμυαλίζω («τον ξετρέλανε η ομορφιά της»).