ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
-η, -ο νύχι1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτοείδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι.