Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
και ξεδιαλέω (Μ ξεδιαλέγω)
αποχωρίζω το πιο καλό ή κατάλληλο μέρος από ένα σύνολο, επιλέγω, διαλέγω, ξεχωρίζω
μσν.
υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε εξέταση, ελέγχω, δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλέγω.