ξεδιαλέγω

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

και ξεδιαλέω (Μ ξεδιαλέγω)
αποχωρίζω το πιο καλό ή κατάλληλο μέρος από ένα σύνολο, επιλέγω, διαλέγω, ξεχωρίζω
μσν.
υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε εξέταση, ελέγχω, δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλέγω.